- αναποδογύρισμα
- το, -ατοςη ανατροπή: Το αναποδογύρισμα του αυτοκινήτου ήταν ξαφνικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναποδογύρισμα — το 1. ανατροπή, αντιστροφή 2. ακαταστασία, αταξία 3. καταστροφή 4. ματαίωση 5. διαφοροποίηση … Dictionary of Greek
αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… … Dictionary of Greek
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης … Dictionary of Greek
ανατροπή — η (AM ἀνατροπή) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, αναποδογύρισμα νεοελλ. 1. εξαφάνιση γενόμενης διαδικασίας, μετά παρέλευση διετίας 2. αντιστροφή, μεταβολή της τάξης του πλου, ώστε αυτός που πλέει επικεφαλής να γίνει ουραγός και το… … Dictionary of Greek
βωλογύρισμα — το [βωλογυρίζω] το αναποδογύρισμα και η διάλυση των βώλων του αγρού με το βαθύ σκάψιμο … Dictionary of Greek
επιστόμισμα — το (Α ἐπιστόμισμα) [επιστομίζω] νεοελλ. τοποθέτηση τού αγγείου με το στόμα προς τα κάτω, αναποδογύρισμα αρχ. 1. φίμωτρο 2. εμπόδιο … Dictionary of Greek
κουλουμούντρι — το ανώμαλο κατρακύλισμα, τούμπα, αναποδογύρισμα … Dictionary of Greek
περίσφαλσις — άλσεως, ἡ, Α [περισφάλλω] 1. σκόνταμμα, πέσιμο 2. ανατροπή, αναποδογύρισμα … Dictionary of Greek
περικατωτροπή — ἡ, Α πλήρης ανατροπή, τέλειο αναποδογύρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περικάτω + τροπή] … Dictionary of Greek